κρατεραῖς

κρατεραῖς
κρατερός
strong
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τεθηγμένως — Α επίρρ. με οξύτητα, με δριμύτητα («ταῑς κρατεραῑς ἀποδείξεσι τεθηγμένως ἀπηγγελμέναις», Γρηγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεθηγμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. τού ρ. θήγω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”